- επικούρειος
- α, ο [ος , ον ] эпикурейский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ἐπικούρειος — of Epicurus masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικούρειος — α, ο (Α ἐπικούρειος, ον) [Επίκουρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Επίκουρο ή στη φιλοσοφική σχολή του («τινὲς δὲ τῶν Επικουρείων καὶ τῶν Στοϊκῶν φιλοσόφων», ΚΔ) 2. το αρσ. ως ουσ. οἱ ἐπικούρειοι οι οπαδοί τής φιλοσοφίας τού Επικούρου… … Dictionary of Greek
επικούρειος — α, ο 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον Επίκουρο ή το φιλοσοφικό σύστημά του: Επικούρειαφιλοσοφία. 2. φιλήδονος, ευδαιμονιστής (που ακολουθεί δήθεν τις αρχές του Επίκουρου), που δε δίνει σοβαρή σημασία σε τίποτε: Επικούρεια ζωή. 3. το αρσ. στον πληθ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐπικούρειον — Ἐπικούρειος of Epicurus masc/fem acc sg Ἐπικούρειος of Epicurus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώταρχος — Επικούρειος φιλόσοφος που άκμασε τον 2o αι. π.Χ. Διαδέχτηκε στη σχολαρχία των ομοϊδεατών του τον Βασιλείδη. Διάδοχός του ήταν ο Απολλόδωρος. * * * ον, ΜΑ, και πρωτόαρχος Μ ο πρώτος, ο αρχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + αρχος*] … Dictionary of Greek
Ἐπικουρείοις — Ἐπικούρειος of Epicurus masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικουρείου — Ἐπικούρειος of Epicurus masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικουρείους — Ἐπικούρειος of Epicurus masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικουρείων — Ἐπικούρειος of Epicurus masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικουρείῳ — Ἐπικούρειος of Epicurus masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικούρεια — Ἐπικούρειος of Epicurus neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)